- στροφέα
- στροφέᾱ , στροφεύςvertebramasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στροφέᾳ — στροφέαι , στροφάω turn hither and thither pres ind mp 2nd sg (epic ionic) στροφέαι , στροφέω cause the colic pres ind mp 2nd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στροφέας — στροφέᾱς , στροφεύς vertebra masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδροστρόβιλοι — Εκμεταλλεύονται την ενέργεια των υδατοπτώσεων για να δώσουν μηχανική ενέργεια. Αποτελούνται από δύο βασικά όργανα: τον διανομέα (σταθερό) και το στροφέα (κινητό). Οι υδροστρόβιλοι κατατάσσονται με διάφορα κριτήρια, από τα οποία το σημαντικότερο… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
θηλύκωμα — το [θηλυκώνω] 1. η σύνδεση με κουμπί ή σειρήτι τών δύο μπροστινών άκρων τού ανοίγματος ρούχου, κούμπωμα 2. (στην ξυλουργική) σύνδεση, συναρμογή δύο σανίδων με εμβολή ειδικά προκατασκευασμένων προεξοχών τού άκρου τής μιας σε αντίστοιχα… … Dictionary of Greek
στροβιλός — Κινητήρια μηχανή εφοδιασμένη μ’ ένα περιστρεφόμενο μέρος, το στροφέα, ο οποίος κινείται από την ενέργεια ενός ρευστού. Ανάλογα με τη φύση του ρευστού αυτού διακρίνουμε τους σ. σε υδροστρόβιλους, αεριοστρόβιλους και ατμοστρόβιλους. Υδροστρόβιλος.… … Dictionary of Greek